- ογκομετρία
- ηη μέτρηση τών όγκων, η ογκομετρική.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθετο (< όγκος (Ι) + -μετρία < μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ογκομετρία — η και ογκομετρική, η προσδιορισμός με μέτρηση των διαστάσεων των εσωτερικών οργάνων του σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ογκομετρικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη μέτρηση τού όγκου ενός σώματος 2. (για μετρητή, αντλία, συμπιεστή κ.λπ.) χαρακτηρισμός αντίστοιχης διάταξης τής οποίας η ένδειξη ή η λειτουργία καθορίζεται από τον όγκο τού διερχόμενου μέσα από αυτήν όγκου… … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek